γονύκροτος

γονύκροτος
γονύκροτος, -ον (Α)
1. εκείνος τού οποίου τα γόνατα συγκρούονται ή πλησιάζουν πολύ κατά το βάδισμα, ο βλαισός
2. δειλός.
[ΕΤΥΜΟΛ. < γόνυ + -κροτος < κρότος (πρβλ. ιππόκροτος, χαλκόκροτος)].

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Поможем решить контрольную работу

Look at other dictionaries:

  • γονύκροτος — knocking the knees together masc/fem nom sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • γονύκροτον — γονύκροτος knocking the knees together masc/fem acc sg γονύκροτος knocking the knees together neut nom/voc/acc sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • γονυκροτώτερα — γονύκροτος knocking the knees together neut nom/voc/acc comp pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • γονυκρότους — γονύκροτος knocking the knees together masc/fem acc pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • γονύκροτα — γονύκροτος knocking the knees together neut nom/voc/acc pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • γονύκροτοι — γονύκροτος knocking the knees together masc/fem nom/voc pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • γόνατο — Άρθρωση που συνδέει το μηριαίο οστό με την κνήμη. Στην άρθρωση αυτή συμμετέχει και ένα άλλο οστό, η επιγονατίδα, που βρίσκεται μέσα στον τένοντα του τετρακέφαλου μυός. Η κυρτή αρθρική επιφάνεια των μηριαίων κονδύλων εφάπτεται με την ελαφρώς κοίλη …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”